- εὐθενής
- εὐθενής· εὐπαθοῦσα· ἰσχυρά, Hsch.: [comp] Sup. -έστατοςA
, οἶκος PIand.62.9
(vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, οἶκος PIand.62.9
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθενής — εὐθενής, ές (Α) ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθενώ] … Dictionary of Greek
ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… … Dictionary of Greek
ευθένεια — εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) [ευθενής] αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.) αρχ. 1. προμήθεια, εφοδιασμός 2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία 3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» επιμελητής που φροντίζει για τον… … Dictionary of Greek
gʷhen-1 — gʷhen 1 English meaning: to swell, abound Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, strotzen, Fũlle” Material: O.Ind. ü haná “tumescent, strotzend, luscious”, ghaná “dense, thick”, m. “kompakte mass”; Pers. ü gandan “anfũllen”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary